τεραβατώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεραβατώρα < τεραβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terawatt-hour)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.ra.vaˈto.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ρα‐βα‐τώ‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεραβατώρα θηλυκό
- (φυσική, ηλεκτρολογία, μονάδα μέτρησης) μονάδα μέτρησης της ενέργειας· εκφράζει την ενέργεια που παράγεται ή καταναλώνεται σε μία ώρα από μηχανή ισχύος ενός τεραβάτ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεραβατώρα