↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαβατώρα οι μεγαβατώρες
      γενική της μεγαβατώρας των μεγαβατωρών
    αιτιατική τη μεγαβατώρα τις μεγαβατώρες
     κλητική μεγαβατώρα μεγαβατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαβατώρα < μεγαβάτ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική megawatt-hour)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ɣa.vaˈto.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐βα‐τώ‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαβατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία