σύμπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | σύμπας | σύμπασα | σύμπαν | |||
γενική | σύμπαντος | σύμπασας & συμπάσης* |
σύμπαντος | |||
αιτιατική | σύμπαντα | σύμπασα | σύμπαν | |||
κλητική | σύμπας | σύμπασα | σύμπαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | σύμπαντες | σύμπασες | σύμπαντα | |||
γενική | συμπάντων | συμπασών | συμπάντων | |||
αιτιατική | σύμπαντες | σύμπασες | σύμπαντα | |||
κλητική | σύμπαντες | σύμπασες | σύμπαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν * παλιότερος λόγιος τύπος Δείτε το ουσιαστικό «το σύμπαν». | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «σύμπας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμπας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμπας < (σύν) σύμ- + πᾶς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsim.bas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐μπας
- παλιότερος συλλαβισμός : σύμ‐πας
Επίθετο
επεξεργασίασύμπας, -ασα, -αν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύμπας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
σῠμπᾰντ- | |||||||
ονομαστική | σύμπᾱς | σύμπᾱσᾰ | σύμπᾰν | ||||
γενική | σύμπᾰντος | συμπᾱ́σης | σύμπᾰντος | ||||
δοτική | σύμπᾰντῐ | συμπᾱ́σῃ | σύμπᾰντῐ | ||||
αιτιατική | σύμπᾰντᾰ | σύμπᾱσᾰν | σύμπᾰν | ||||
κλητική ὦ! | σύμπᾱς | σύμπᾱσᾰ | σύμπᾰν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | σύμπᾰντες | σύμπᾱσαι | σύμπᾰντᾰ | ||||
γενική | συμπᾰ́ντων | συμπᾱσῶν | συμπᾰ́ντων | ||||
δοτική | σύμπᾱσῐ(ν) | συμπᾱ́σαις | σύμπᾱσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | σύμπᾰντᾰς | συμπᾱ́σᾱς | σύμπᾰντᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σύμπᾰντες | σύμπᾱσαι | σύμπᾰντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | σύμπᾰντε | συμπᾱ́σᾱ | σύμπᾰντε | ||||
γεν-δοτ | σύμπᾰ́ντοιν | συμπᾱ́σαιν | συμπᾰ́ντοιν | ||||
Κλίνεται κατά τη μετοχή «λύσας». Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'σύμπας' όπως «σύμπας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασύμπας, -ασα, -αν
Πηγές
επεξεργασία- σύμπας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμπας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.