σωμάτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σωμάτιο | τα | σωμάτια |
γενική | του | σωματίου & σωμάτιου |
των | σωματίων |
αιτιατική | το | σωμάτιο | τα | σωμάτια |
κλητική | σωμάτιο | σωμάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σωμάτιο < αρχαία ελληνική σωμάτιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /soˈma.ti.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σωμάτιο ουδέτερο