συνταγματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνταγματολόγος < σύνταγμα, συντάγματ(ος) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταγματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) νομικός επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στο συνταγματικό δίκαιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρσενικό
θηλυκό