↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνταγματολόγος οι συνταγματολόγοι
      γενική του/της συνταγματολόγου των συνταγματολόγων
    αιτιατική τον/τη συνταγματολόγο τους/τις συνταγματολόγους
     κλητική συνταγματολόγε συνταγματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνταγματολόγος < σύνταγμα, συντάγματ(ος) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνταγματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία