Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμψηφισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμψηφισμέν
ος
η
συμψηφισμέν
η
το
συμψηφισμέν
ο
γενική
του
συμψηφισμέν
ου
της
συμψηφισμέν
ης
του
συμψηφισμέν
ου
αιτιατική
τον
συμψηφισμέν
ο
τη
συμψηφισμέν
η
το
συμψηφισμέν
ο
κλητική
συμψηφισμέν
ε
συμψηφισμέν
η
συμψηφισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμψηφισμέν
οι
οι
συμψηφισμέν
ες
τα
συμψηφισμέν
α
γενική
των
συμψηφισμέν
ων
των
συμψηφισμέν
ων
των
συμψηφισμέν
ων
αιτιατική
τους
συμψηφισμέν
ους
τις
συμψηφισμέν
ες
τα
συμψηφισμέν
α
κλητική
συμψηφισμέν
οι
συμψηφισμέν
ες
συμψηφισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμψηφισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συμψηφίζω
Μετοχή
επεξεργασία
συμψηφισμένος, -η, -ο
που έχει
συμψηφιστεί
συμψηφισμένος
φόρος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασυμψήφιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμψηφισμένος
αγγλικά
:
offset
(en)