ασυμψήφιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασυμψήφιστος
- που δεν συμψηφίζεται
- ⮡ χρέη ασυμψήφιστα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασυμψήφιστα
- → δείτε τις λέξεις συμψηφίζω, ψηφίζω και ψήφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυμψήφιστος
|