Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμποσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμποσιακ
ός
η
συμποσιακ
ή
το
συμποσιακ
ό
γενική
του
συμποσιακ
ού
της
συμποσιακ
ής
του
συμποσιακ
ού
αιτιατική
τον
συμποσιακ
ό
τη
συμποσιακ
ή
το
συμποσιακ
ό
κλητική
συμποσιακ
έ
συμποσιακ
ή
συμποσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμποσιακ
οί
οι
συμποσιακ
ές
τα
συμποσιακ
ά
γενική
των
συμποσιακ
ών
των
συμποσιακ
ών
των
συμποσιακ
ών
αιτιατική
τους
συμποσιακ
ούς
τις
συμποσιακ
ές
τα
συμποσιακ
ά
κλητική
συμποσιακ
οί
συμποσιακ
ές
συμποσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμποσιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
συμποσιακός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμποσιακός