Δείτε επίσης: συμποσιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμποσιαστικός η συμποσιαστική το συμποσιαστικό
      γενική του συμποσιαστικού της συμποσιαστικής του συμποσιαστικού
    αιτιατική τον συμποσιαστικό τη συμποσιαστική το συμποσιαστικό
     κλητική συμποσιαστικέ συμποσιαστική συμποσιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμποσιαστικοί οι συμποσιαστικές τα συμποσιαστικά
      γενική των συμποσιαστικών των συμποσιαστικών των συμποσιαστικών
    αιτιατική τους συμποσιαστικούς τις συμποσιαστικές τα συμποσιαστικά
     κλητική συμποσιαστικοί συμποσιαστικές συμποσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμποσιαστικός < μεσαιωνική ελληνική συμποσιαστικός[1] < ελληνιστική κοινή συμποσιαστής[2] < συμποσιάζω < αρχαία ελληνική συμπόσιον

  Επίθετο

επεξεργασία

συμποσιαστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συμποσιαστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συμποσιαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.