Ετυμολογία

επεξεργασία
συμποσιάζω < ελληνιστική κοινή συμποσιάζω[1] < αρχαία ελληνική συμπόσιον

συμποσιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συμποσιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.