συμποσιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυμποσιακά < συμποσιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασυμποσιακά
- με συμποσιακό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμποσιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυμποσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συμποσιακός