Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμβολόμετρο τα συμβολόμετρα
      γενική του συμβολόμετρου των συμβολόμετρων
    αιτιατική το συμβολόμετρο τα συμβολόμετρα
     κλητική συμβολόμετρο συμβολόμετρα
Η γενική ενικού -ομέτρου και πληθυντικού -ομέτρων δεν συνηθίζονται.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Συμβολόμετρο Michelson.

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβολόμετρο < σύμβολ(ο) + -ό- + -μετρο, απόδοση για την αγγλική interferometer < interfere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμβολόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

όροι φυσικής:

  Μεταφράσεις επεξεργασία