interferometer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interferometer | interferometers |
Ετυμολογία επεξεργασία
- interferometer < (inter-) interfer(e) + -o- + -meter
Ουσιαστικό επεξεργασία
interferometer (en)
- (φυσική) το συμβολόμετρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Interferometry στην αγγλική Βικιπαίδεια