Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυματική θηλυκό

  • (φυσική) η μελέτη των ταλαντώσεων

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κυματική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία