συλλειτουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλειτουργός < ελληνιστική κοινή συλλειτουργός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική σύν + λειτουργός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλειτουργός αρσενικό
- (θρησκεία) κληρικός που μαζί με άλλους τελεί τη Θεία Λειτουργία
- (κατ’ επέκταση, λόγιο) κάποιος που συνεργαζόμενος με άλλους επιτελεί λειτούργημα
Συγγενικά
επεξεργασία- συλλειτουργία
- συλλειτουργικά
- συλλειτουργικός
- συλλείτουργο
- συλλειτουργώ
- → δείτε τις λέξεις συν και λειτουργός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συλλειτουργός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλειτουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ συλλειτουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συλλειτουργός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)