↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλειτουργικός η συλλειτουργική το συλλειτουργικό
      γενική του συλλειτουργικού της συλλειτουργικής του συλλειτουργικού
    αιτιατική τον συλλειτουργικό τη συλλειτουργική το συλλειτουργικό
     κλητική συλλειτουργικέ συλλειτουργική συλλειτουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλειτουργικοί οι συλλειτουργικές τα συλλειτουργικά
      γενική των συλλειτουργικών των συλλειτουργικών των συλλειτουργικών
    αιτιατική τους συλλειτουργικούς τις συλλειτουργικές τα συλλειτουργικά
     κλητική συλλειτουργικοί συλλειτουργικές συλλειτουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλειτουργικός < μεσαιωνική ελληνική συλλειτουργικός[1] < ελληνιστική κοινή συλλειτουργός < αρχαία ελληνική λειτουργός

  Επίθετο

επεξεργασία

συλλειτουργικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συλλειτουργικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)