↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλλειτουργία οι συλλειτουργίες
      γενική της συλλειτουργίας των συλλειτουργιών
    αιτιατική τη συλλειτουργία τις συλλειτουργίες
     κλητική συλλειτουργία συλλειτουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλειτουργία < μεσαιωνική ελληνική συλλειτουργία[1] [2] < ελληνιστική κοινή συλλειτουργός < αρχαία ελληνική λειτουργός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλλειτουργία θηλυκό

  1. (θρησκεία) άλλη μορφή του συλλείτουργο
  2. (κατ’ επέκταση, λόγιο) η λειτουργία μαζί, ταυτόχρονα ή από κοινού με κάτι άλλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συλλειτουργία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συλλειτουργίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)