συλλείτουργο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλείτουργο < συλλειτουργός / συλλειτουργώ + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλείτουργο ουδέτερο
- (θρησκεία) η συμμετοχή περισσοτέρων τού ενός κληρικών στη Θεία Λειτουργία
Σημειώσεις
επεξεργασία- Διακρίνονται τρεις περιπτώσεις:
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συλλειτουργός και λειτουργός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συλλείτουργο
|
Πηγές
επεξεργασία- συλλείτουργο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συλλείτουργο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συλλείτουργο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)