↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζητηθείς
συζητηθέντας
η συζητηθείσα το συζητηθέν
      γενική του συζητηθέντος
συζητηθέντα
της συζητηθείσας
συζητηθείσης*
του συζητηθέντος
    αιτιατική τον συζητηθέντα τη συζητηθείσα το συζητηθέν
     κλητική συζητηθείς
συζητηθέντα
συζητηθείσα συζητηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζητηθέντες οι συζητηθείσες τα συζητηθέντα
      γενική των συζητηθέντων των συζητηθεισών των συζητηθέντων
    αιτιατική τους συζητηθέντες τις συζητηθείσες τα συζητηθέντα
     κλητική συζητηθέντες συζητηθείσες συζητηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συζητηθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του δεσμεύω

συζητηθείς

  1. που συζητήθηκε, που έγινε αντικείμενο συζήτησης, διαπραγμάτευσης, που τέθηκε ωσ θέμα επί τάπητος, που εξετάσθηκε
    η συζητηθείσα ενώπιον του Αρείου Πάγου υπόθεση
    ο συζητηθείς προϋπολογισμός
    τα συζητηθέντα νομοσχέδια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

(να, όταν) συζητηθείς

  • β΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του ρήματος συζητούμαι