συζητηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συζητηθείς & συζητηθέντας |
η | συζητηθείσα | το | συζητηθέν |
γενική | του | συζητηθέντος & συζητηθέντα |
της | συζητηθείσας & συζητηθείσης* |
του | συζητηθέντος |
αιτιατική | τον | συζητηθέντα | τη | συζητηθείσα | το | συζητηθέν |
κλητική | συζητηθείς & συζητηθέντα |
συζητηθείσα | συζητηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συζητηθέντες | οι | συζητηθείσες | τα | συζητηθέντα |
γενική | των | συζητηθέντων | των | συζητηθεισών | των | συζητηθέντων |
αιτιατική | τους | συζητηθέντες | τις | συζητηθείσες | τα | συζητηθέντα |
κλητική | συζητηθέντες | συζητηθείσες | συζητηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συζητηθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του δεσμεύω
Μετοχή
επεξεργασίασυζητηθείς
- που συζητήθηκε, που έγινε αντικείμενο συζήτησης, διαπραγμάτευσης, που τέθηκε ωσ θέμα επί τάπητος, που εξετάσθηκε
- η συζητηθείσα ενώπιον του Αρείου Πάγου υπόθεση
- ο συζητηθείς προϋπολογισμός
- τα συζητηθέντα νομοσχέδια
Συγγενικά
επεξεργασία- συζητημένος
- συζητούμενος (που συζητείται τώρα ή σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία(να, όταν) συζητηθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του ρήματος συζητούμαι