στρίφωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρίφωμα < στριφώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική στρίφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρίφωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω
- το γυρισμένο και ραμμένο τμήμα τού κάτω μέρους ενός υφάσματος ή ρούχου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στριφώνω