στούπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στούπα | οι | στούπες |
γενική | της | στούπας | — | |
αιτιατική | τη | στούπα | τις | στούπες |
κλητική | στούπα | στούπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στούπα < προέλευσης από τη σανσκριτική स्तूप (stūpa, τούφα από τα μαλλιά της κεφαλής· το πάνω μέρος του κεφαλιού), ενδεχομένως μέσω μιας δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στού‐πα
- ομόηχα: Στούπα, Στούππα
- παρώνυμο: σκούπα
- τονικό παρώνυμο: στουπί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστούπα και Στούπα θηλυκό (και άκλιτο ως ουδέτερο)
- (θρησκεία, αρχιτεκτονική) ανάχωμα ή κατασκευή σε ημισφαιρικό που περιέχει λείψανα βουδιστών μοναχών και είναι ταυτόχρονα χώρος για διαλογισμό
- ※ Η στούπα, το χαρακτηριστικότερο βουδιστικό αρχιτεκτονικό μνημείο, περιγράφεται ως «ναός» ή «ιερό» […], αλλά και ως «στην ουσία ιερό ταφικό μνημείο. Η στούπα [όμως] δεν είναι ναός ή ιερό […]».
- Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, «Έκθεση κινεζικής τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη», Νέα Εστία, τχ. 1769 (Ιούλιος-Αύγουστος 2004), σ. 165.
- ※ Η στούπα, το χαρακτηριστικότερο βουδιστικό αρχιτεκτονικό μνημείο, περιγράφεται ως «ναός» ή «ιερό» […], αλλά και ως «στην ουσία ιερό ταφικό μνημείο. Η στούπα [όμως] δεν είναι ναός ή ιερό […]».
Δείτε επίσης
επεξεργασία- στούπα στη Βικιπαίδεια