↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στασιαστικός η στασιαστική το στασιαστικό
      γενική του στασιαστικού της στασιαστικής του στασιαστικού
    αιτιατική τον στασιαστικό τη στασιαστική το στασιαστικό
     κλητική στασιαστικέ στασιαστική στασιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στασιαστικοί οι στασιαστικές τα στασιαστικά
      γενική των στασιαστικών των στασιαστικών των στασιαστικών
    αιτιατική τους στασιαστικούς τις στασιαστικές τα στασιαστικά
     κλητική στασιαστικοί στασιαστικές στασιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στασιαστικός < αρχαία ελληνική στασιαστικός < στασιάζω < στάσις

  Επίθετο

επεξεργασία

στασιαστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία