Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στασιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στασιαστικ
ός
η
στασιαστικ
ή
το
στασιαστικ
ό
γενική
του
στασιαστικ
ού
της
στασιαστικ
ής
του
στασιαστικ
ού
αιτιατική
τον
στασιαστικ
ό
τη
στασιαστικ
ή
το
στασιαστικ
ό
κλητική
στασιαστικ
έ
στασιαστικ
ή
στασιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στασιαστικ
οί
οι
στασιαστικ
ές
τα
στασιαστικ
ά
γενική
των
στασιαστικ
ών
των
στασιαστικ
ών
των
στασιαστικ
ών
αιτιατική
τους
στασιαστικ
ούς
τις
στασιαστικ
ές
τα
στασιαστικ
ά
κλητική
στασιαστικ
οί
στασιαστικ
ές
στασιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στασιαστικός
<
αρχαία ελληνική
στασιαστικός
<
στασιάζω
<
στάσις
Επίθετο
επεξεργασία
στασιαστικός
που έχει
σχέση
με
στασιασμό
ή
στασιαστή
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στασιαστικός
αγγλικά
:
seditious
(en)
γαλλικά
:
séditieux
(fr)
, de
révolte
(fr)
, de
mutinerie
(fr)