seditious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | seditious |
συγκριτικός | more seditious |
υπερθετικός | most seditious |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- εξεγερτικός, στασιαστικός, αντάρτικος
- ⮡ seditious speeches - στασιαστικοί λόγοι
- ⮡ seditious writings - στασιαστικά γραπτά