Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξεγερτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξεγερτικ
ός
η
εξεγερτικ
ή
το
εξεγερτικ
ό
γενική
του
εξεγερτικ
ού
της
εξεγερτικ
ής
του
εξεγερτικ
ού
αιτιατική
τον
εξεγερτικ
ό
την
εξεγερτικ
ή
το
εξεγερτικ
ό
κλητική
εξεγερτικ
έ
εξεγερτικ
ή
εξεγερτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξεγερτικ
οί
οι
εξεγερτικ
ές
τα
εξεγερτικ
ά
γενική
των
εξεγερτικ
ών
των
εξεγερτικ
ών
των
εξεγερτικ
ών
αιτιατική
τους
εξεγερτικ
ούς
τις
εξεγερτικ
ές
τα
εξεγερτικ
ά
κλητική
εξεγερτικ
οί
εξεγερτικ
ές
εξεγερτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξεγερτικός
<
εξέγερση
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξεγερτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
εξέγερση
ή αναφέρεται σ' αυτή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εξεγερσιακός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξεγείρω
και
εγείρω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
επαναστατικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξεγερτικός