σπερματοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερματοκύτταρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatocyte. Μορφολογικά αναλύεται σε σπέρματ(ος) + -ο- + κύτταρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερματοκύτταρο ουδέτερο
- (βιολογία) κύτταρο σε ενδιάμεσο στάδιο ανάπτυξης των γαμετών μέσα στους όρχεις και αποτελεί εξελικτική βαθμίδα της σπερματογένεσης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπερματοκύτταρο
Πηγές
επεξεργασία- σπερματοκύτταρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- σπερματοκύτταρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)