Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαρακτικός η σπαρακτική το σπαρακτικό
      γενική του σπαρακτικού της σπαρακτικής του σπαρακτικού
    αιτιατική τον σπαρακτικό τη σπαρακτική το σπαρακτικό
     κλητική σπαρακτικέ σπαρακτική σπαρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαρακτικοί οι σπαρακτικές τα σπαρακτικά
      γενική των σπαρακτικών των σπαρακτικών των σπαρακτικών
    αιτιατική τους σπαρακτικούς τις σπαρακτικές τα σπαρακτικά
     κλητική σπαρακτικοί σπαρακτικές σπαρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαρακτικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σπαρακτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spa.ɾa.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐ρα‐κτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σπαρακτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα