παραθετικά
θετικός poignant
συγκριτικός more poignant
υπερθετικός most poignant

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

poignant (en)

  1. αιχμηρός
  2. εύστοχος (π.χ. ως επισήμανση)
  3. σπαραχτικός, οδυνηρός, πληγωτικός
  4. συγκινητικός, που συγκινεί, που προκαλεί συγκίνηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη touching



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pwa.ɲɑ̃/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό poignant poignants
θηλυκό poignante poignantes

poignant (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία