σκουλαμέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκουλαμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scolamento < scolare ( < δημώδης λατινική *excolāre < λατινική colare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος colo < *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, (τρι)γυρίζω) + -mento
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουλαμέντο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουλαμέντο
|