Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορβούτο τα σκορβούτα
      γενική του σκορβούτου των σκορβούτων
    αιτιατική το σκορβούτο τα σκορβούτα
     κλητική σκορβούτο σκορβούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ούλα ασθενούς με σκορβούτο, με τους χαρακτηριστικούς τριγωνικού σχήματος ερεθισμούς ανάμεσα στα δόντια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορβούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scorbuto < μεσαιωνική λατινική scorbutus < μέση ολλανδική scôrbut < μέση κάτω γερμανική schorbuk < σουηδική skörbjug < νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκορβούτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία