σκορβούτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορβούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scorbuto < μεσαιωνική λατινική scorbutus < μέση ολλανδική scôrbut < μέση κάτω γερμανική schorbuk < σουηδική skörbjug < νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκορβούτο ουδέτερο
- (ιατρική) αρρώστια (συνήθως των ναυτικών) που εκδηλώνεται με πυρετό, καχεξία, αναιμία, αιμορραγίες και γαστρεντερίτιδες και οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης C
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκορβούτο στη Βικιπαίδεια