σκορβουτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκορβουτικός < σκορβούτο
Επίθετο επεξεργασία
σκορβουτικός
η ιδιότητα του σκορβούτου, αυτός που αναφέρεται στο σορβούτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκορβουτικός
|
σκορβουτικός
η ιδιότητα του σκορβούτου, αυτός που αναφέρεται στο σορβούτο
|