↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκορβουτικός η σκορβουτική το σκορβουτικό
      γενική του σκορβουτικού της σκορβουτικής του σκορβουτικού
    αιτιατική τον σκορβουτικό τη σκορβουτική το σκορβουτικό
     κλητική σκορβουτικέ σκορβουτική σκορβουτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκορβουτικοί οι σκορβουτικές τα σκορβουτικά
      γενική των σκορβουτικών των σκορβουτικών των σκορβουτικών
    αιτιατική τους σκορβουτικούς τις σκορβουτικές τα σκορβουτικά
     κλητική σκορβουτικοί σκορβουτικές σκορβουτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκορβουτικός < σκορβούτο

  Επίθετο

επεξεργασία

σκορβουτικός

η ιδιότητα του σκορβούτου, αυτός που αναφέρεται στο σορβούτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία