scorbutus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- scorbutus < μέση ολλανδική scôrbut < μεσαιωνική κάτω γερμανική schorbuk < σουηδική skörbjug < νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscorbutus άκλιτο