σκαναρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκαναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκανάρω
Μετοχή
επεξεργασία
σκαναρισμένος
- (αγγλισμός, καθομιλουμένη, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκανάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαναρισμένος
→ δείτε τη λέξη σαρωμένος |