• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σαρωμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική σαρωμένος σαρωμένη σαρωμένο
γενική σαρωμένου σαρωμένης σαρωμένου
αιτιατική σαρωμένο σαρωμένη σαρωμένο
κλητική σαρωμένε σαρωμένη σαρωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σαρωμένοι σαρωμένες σαρωμένα
γενική σαρωμένων σαρωμένων σαρωμένων
αιτιατική σαρωμένους σαρωμένες σαρωμένα
κλητική σαρωμένοι σαρωμένες σαρωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σαρώνω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

σαρωμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη σαρώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σαρωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σαρωμένος&oldid=4760747"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 21:30

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 21:30.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie