σκανάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈna.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐νά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίασκανάρω, πρτ.: σκάναρα, στ.μέλλ.: θα σκαναρίσω, αόρ.: σκανάρισα/σκάναρα, παθ.φωνή: σκανάρομαι, π.αόρ.: σκαναρίστηκα, μτχ.π.π.: σκαναρισμένος
- (αγγλισμός, καθομιλουμένη, μεταβατικό, πληροφορική) ψηφιοποιώ, μεταφέρω εικόνα ή κείμενο στον υπολογιστή χρησιμοποιώντας σαρωτή (σκάνερ)
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκανάρω | σκάναρα | θα σκανάρω | να σκανάρω | σκανάροντας | |
β' ενικ. | σκανάρεις | σκάναρες | θα σκανάρεις | να σκανάρεις | σκάναρε | |
γ' ενικ. | σκανάρει | σκάναρε | θα σκανάρει | να σκανάρει | ||
α' πληθ. | σκανάρουμε | σκανάραμε | θα σκανάρουμε | να σκανάρουμε | ||
β' πληθ. | σκανάρετε | σκανάρατε | θα σκανάρετε | να σκανάρετε | σκανάρετε | |
γ' πληθ. | σκανάρουν(ε) | σκάναραν σκανάραν(ε) |
θα σκανάρουν(ε) | να σκανάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκανάρισα | θα σκαναρίσω | να σκαναρίσω | σκαναρίσει | ||
β' ενικ. | σκανάρισες | θα σκαναρίσεις | να σκαναρίσεις | σκανάρισε | ||
γ' ενικ. | σκανάρισε | θα σκαναρίσει | να σκαναρίσει | |||
α' πληθ. | σκαναρίσαμε | θα σκαναρίσουμε | να σκαναρίσουμε | |||
β' πληθ. | σκαναρίσατε | θα σκαναρίσετε | να σκαναρίσετε | σκαναρίστε | ||
γ' πληθ. | σκανάρισαν σκαναρίσαν(ε) |
θα σκαναρίσουν(ε) | να σκαναρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαναρίσει | είχα σκαναρίσει | θα έχω σκαναρίσει | να έχω σκαναρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαναρίσει | είχες σκαναρίσει | θα έχεις σκαναρίσει | να έχεις σκαναρίσει | έχε σκαναρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει σκαναρίσει | είχε σκαναρίσει | θα έχει σκαναρίσει | να έχει σκαναρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαναρίσει | είχαμε σκαναρίσει | θα έχουμε σκαναρίσει | να έχουμε σκαναρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαναρίσει | είχατε σκαναρίσει | θα έχετε σκαναρίσει | να έχετε σκαναρίσει | έχετε σκαναρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σκαναρίσει | είχαν σκαναρίσει | θα έχουν σκαναρίσει | να έχουν σκαναρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σκαναρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σκαναρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σκαναρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σκαναρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκανάρομαι | σκαναρόμουν(α) | θα σκανάρομαι | να σκανάρομαι | ||
β' ενικ. | σκανάρεσαι | σκαναρόσουν(α) | θα σκανάρεσαι | να σκανάρεσαι | σκανάρου | |
γ' ενικ. | σκανάρεται | σκαναρόταν(ε) | θα σκανάρεται | να σκανάρεται | ||
α' πληθ. | σκαναρόμαστε | σκαναρόμαστε σκαναρόμασταν |
θα σκαναρόμαστε | να σκαναρόμαστε | ||
β' πληθ. | σκανάρεστε | σκαναρόσαστε σκαναρόσασταν |
θα σκανάρεστε | να σκανάρεστε | σκανάρεστε | |
γ' πληθ. | σκανάρονται | σκανάρονταν σκαναρόντουσαν |
θα σκανάρονται | να σκανάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκαναρίστηκα | θα σκαναριστώ | να σκαναριστώ | σκαναριστεί | ||
β' ενικ. | σκαναρίστηκες | θα σκαναριστείς | να σκαναριστείς | σκαναρίσου | ||
γ' ενικ. | σκαναρίστηκε | θα σκαναριστεί | να σκαναριστεί | |||
α' πληθ. | σκαναριστήκαμε | θα σκαναριστούμε | να σκαναριστούμε | |||
β' πληθ. | σκαναριστήκατε | θα σκαναριστείτε | να σκαναριστείτε | σκαναριστείτε | ||
γ' πληθ. | σκαναρίστηκαν σκαναριστήκαν(ε) |
θα σκαναριστούν(ε) | να σκαναριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκαναριστεί | είχα σκαναριστεί | θα έχω σκαναριστεί | να έχω σκαναριστεί | σκαναρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκαναριστεί | είχες σκαναριστεί | θα έχεις σκαναριστεί | να έχεις σκαναριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκαναριστεί | είχε σκαναριστεί | θα έχει σκαναριστεί | να έχει σκαναριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαναριστεί | είχαμε σκαναριστεί | θα έχουμε σκαναριστεί | να έχουμε σκαναριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκαναριστεί | είχατε σκαναριστεί | θα έχετε σκαναριστεί | να έχετε σκαναριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαναριστεί | είχαν σκαναριστεί | θα έχουν σκαναριστεί | να έχουν σκαναριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκαναρισμένος - είμαστε, είστε, είναι σκαναρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκαναρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκαναρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκαναρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκαναρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκαναρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκαναρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκανάρω
→ δείτε τη λέξη σαρώνω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκανάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σκανάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)