Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skaˈna.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐νά‐ρο‐μαι

σκανάρομαι, π.αόρ.: σκαναρίστηκα, μτχ.π.π.: σκαναρισμένος, (ενεργ.: σκανάρω)