Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκανάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκανάρισμα
τα
σκαναρίσμα
τ
α
γενική
του
σκαναρίσμα
τ
ος
των
σκαναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σκανάρισμα
τα
σκαναρίσμα
τ
α
κλητική
σκανάρισμα
σκαναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκανάρισμα
<
σκανάρ(ω)
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκανάρισμα
ουδέτερο
(
αγγλισμός
,
καθομιλουμένη
,
πληροφορική
) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του
σκανάρω
≈
συνώνυμα
:
σάρωση
(
διαδικασία
),
σάρωμα
(
αποτέλεσμα
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκανάρισμα
→
δείτε
τις λέξεις
σάρωση
και
σάρωμα