σκαλομαρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαλομαρία | οι | σκαλομαρίες |
γενική | της | σκαλομαρίας | — | |
αιτιατική | τη | σκαλομαρία | τις | σκαλομαρίες |
κλητική | σκαλομαρία | σκαλομαρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαλομαρία < σκαλωμαρία, σκάλωμ(α) (αναρρίχηση) + -αρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαλομαρία και σκαλωμαρία θηλυκό, συνήθως στον ενικό
- (καθομιλουμένη, παρωχημένο) η πρακτική να μετακινείται κάποιος κρεμασμένος στην εξωτερική μεριά ενός οχήματος, συνήθως σε τραμ ή άλλο μέσο μεταφοράς κινούμενο πάνω σε σιδηροτροχιά, χωρίς να πληρώνει εισιτήριο
- ※ […] σκαλομαρία σήμαινε να κρεμιέσαι τζάμπα στο βαγόνι πίσω ή πλάγια και να πηδάς εν κινήσει [για] να ξεφεύγεις την πληρωμή […]
- Γιώργος Αναστασιάδης, Τα δρομολόγια της μνήμης στη συγκοινωνία της πόλης: μια αδιάκοπη διαδρομή στη Θεσσαλονίκη, 1893-1999 (Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ιανός & ΟΑΣΘ, 1999, ISBN 9789607771278).
- ※ […] σκαλομαρία σήμαινε να κρεμιέσαι τζάμπα στο βαγόνι πίσω ή πλάγια και να πηδάς εν κινήσει [για] να ξεφεύγεις την πληρωμή […]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαλομαρία
|