Τραμ στην Αθήνα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tram < συγκοπή από την αγγλική tram-way

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾam/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραμ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία