σκαλέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαλέτα | οι | σκαλέτες |
γενική | της | σκαλέτας | των | σκαλετών |
αιτιατική | τη | σκαλέτα | τις | σκαλέτες |
κλητική | σκαλέτα | σκαλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαλέτα < ιταλική scaletta < scala + -etta < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skend- (πηδώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαλέτα θηλυκό
- (παρωχημένο) (αργκό) είδος χαρτοπαικτικού τεχνάσματος ή κλεψίματος
- (αργκό) (στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές) προσχέδιο, πρόγραμμα, κόνσεπτ