↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηροτροφία οι σηροτροφίες
      γενική της σηροτροφίας των σηροτροφιών
    αιτιατική τη σηροτροφία τις σηροτροφίες
     κλητική σηροτροφία σηροτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηροτροφία < σηροτρόφος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sériciculture[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σηροτροφία θηλυκό

  1. η τέχνη της εκτροφής μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού
  2. η βιοτεχνία ή βιομηχανία, το μέρος εκτροφής βομβύκων για την παραγωγή μπρισιμιού ή μεταξονημάτων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία