σηροτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηροτροφία < σηροτρόφος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sériciculture[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασηροτροφία θηλυκό
- η τέχνη της εκτροφής μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού
- η βιοτεχνία ή βιομηχανία, το μέρος εκτροφής βομβύκων για την παραγωγή μπρισιμιού ή μεταξονημάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σηροτρόφος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σηροτροφία
- ↑ σηροτροφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας