μεταξουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταξουργία < μεταξουργ(ός) + -ία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.ksuɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταξουργία θηλυκό
- ο βιοτεχνικός κλάδος κατασκευής, ύφανσης νημάτων από μετάξι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μέταξα
- μεταξάδικο
- μεταξάς
- μεταξένιος
- μετάξι
- μετάξινος
- μεταξοειδής
- μεταξόνιο
- μεταξουργείο
- μεταξουργός
- μεταξωτός
- μεταξύλημα
Σύνθετα επεξεργασία
- μεταξοκλώστης
- μεταξοπαραγωγός
- μεταξοσκούληκας
- μεταξοσκώληκας
- μεταξοσκωληκοτροφία
- μεταξόσπορος
- μεταξοτυπία
- μεταξοΰφαντος
- μεταξοϋφαντουργός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταξουργία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεταξουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας