Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταξοκλωστική οι μεταξοκλωστικές
      γενική της μεταξοκλωστικής των μεταξοκλωστικών
    αιτιατική τη μεταξοκλωστική τις μεταξοκλωστικές
     κλητική μεταξοκλωστική μεταξοκλωστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταξοκλωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μεταξοκλωστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταξοκλωστική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μεταξοκλωστική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία