Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεταξάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεταξάδικ
ο
τα
μεταξάδικ
α
γενική
του
μεταξάδικ
ου
των
μεταξάδικ
ων
αιτιατική
το
μεταξάδικ
ο
τα
μεταξάδικ
α
κλητική
μεταξάδικ
ο
μεταξάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεταξάδικο
<
μετάξ(ι)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταξάδικο
ουδέτερο
μεταξουργείο
ή
κατάστημα
όπου πωλούνται
μεταξωτά
υφάσματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταξάδικο