μεταξωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεταξωτά | ||
γενική | των | μεταξωτών | ||
αιτιατική | τα | μεταξωτά | ||
κλητική | μεταξωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταξωτά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεταξωτός < ελληνιστική κοινή μεταξωτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταξωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταξωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεταξωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταξωτός