μεταξοσκωληκοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταξοσκωληκοτροφία < μεταξοσκώληκ(ας) + -ο- + -τροφία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταξοσκωληκοτροφία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταξοσκωληκοτροφία
|
μεταξοσκωληκοτροφία θηλυκό
|