σηροτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασηροτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- σηροτροφείο
- σηροτροφία
- σηροτροφικός
- → δείτε τις λέξεις σηρ και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηροτρόφος
σηροτρόφος αρσενικό ή θηλυκό