sériciculteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sériciculteur | sériciculteurs |
θηλυκό | séricicultrice | séricicultrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsériciculteur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sériciculteur | sériciculteurs |
θηλυκό | séricicultrice | séricicultrices |
sériciculteur (fr) αρσενικό