σηρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηρ < ελληνιστική κοινή σήρ / Σῆρες[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασηρ αρσενικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σηρ
→ δείτε τη λέξη μεταξοσκώληκας |
σηρ αρσενικό
→ δείτε τη λέξη μεταξοσκώληκας |