Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοσηρικό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ολοσηρικ
ό
τα
ολοσηρικ
ά
γενική
του
ολοσηρικ
ού
των
ολοσηρικ
ών
αιτιατική
το
ολοσηρικ
ό
τα
ολοσηρικ
ά
κλητική
ολοσηρικ
ό
ολοσηρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοσηρικό
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
ολοσηρικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ολοσηρικό
ουδέτερο
(
λόγιο
)
ολομέταξο
ύφασμα
ή
ένδυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοσηρικό