σεισμογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.zmoˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐σμο‐γό‐νος
Επίθετο
επεξεργασίασεισμογόνος, -ος / -α, -ο
- που γεννά σεισμούς ή που χαρακτηρίζεται από έντονη σεισμικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- σεισμογενής
- → και δείτε τις λέξεις σεισμός και γίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεισμογόνος
|
Πηγές
επεξεργασία- σεισμογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας