↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμογόνος η σεισμογόνος
σεισμογόνα
το σεισμογόνο
      γενική του σεισμογόνου της σεισμογόνου
σεισμογόνας
του σεισμογόνου
    αιτιατική τον σεισμογόνο τη σεισμογόνο
σεισμογόνα
το σεισμογόνο
     κλητική σεισμογόνε σεισμογόνε
σεισμογόνα
σεισμογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμογόνοι οι σεισμογόνοι
σεισμογόνες
τα σεισμογόνα
      γενική των σεισμογόνων των σεισμογόνων των σεισμογόνων
    αιτιατική τους σεισμογόνους τις σεισμογόνους
σεισμογόνες
τα σεισμογόνα
     κλητική σεισμογόνοι σεισμογόνοι
σεισμογόνες
σεισμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεισμογόνος < σεισμ(ός) + -ο- + -γόνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.zmoˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σει‐σμο‐γό‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

σεισμογόνος, -ος / -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία